Sunday, August 17, 2008

Ένας Σερίφης Στη Γαύδο


Περπατούσαν και οι δύο-ντυμένοι- σε ευθεία γραμμή προς την θάλασσα. Ή ίσως όχι και τόσο ευθεία. Όταν περπατάς στην κορυφή ενός αμμόλοφου, πότε πέφτεις απ' τη μια, πότε απ' την άλλη. Τα σανδάλια που φιλοτεχνήθηκαν στην πόλη που αφήσανε μακριά πίσω τους βυθίζονταν στην άμμο και αυτό δεν ήταν καθόλου ευχάριστο. Η άμμος ήτανε καυτή. Και ο ήλιος, δυνατός.

Το μικρό και έρημο νησί ήταν για αυτούς αδιάφορα μικρό- καθώς δεν μετακινήθηκαν απο την παραλία που έμεναν-, και καθόλου έρημο -μια που όλος ο πληθησμός του νησιού ήταν σε αυτήν την ίδια παραλία. Μια παραλία που είχε σε αφθονία άμμο, κέδρους, σκηνές, αιώρες και γυμνούς ανθρώπους. Στο εξής, όταν αναφέρεται κάποιο πρόσωπο θα εννοείται πως είναι γυμνό, εκτός και εαν σημειώνεται διαφορετικά. Διότι έτσι ήταν εκεί. Αν δεν ήσουν γυμνός έπρεπε να είναι προφανής ο λόγος, αλλιώς κάτι δεν πήγαινε καλά.

Περπατούσαν λοιπόν προς την θάλασσα, αυτός κρατώντας μια κατσαρόλα με αποξηραμένους λεκέδες απο ρύζι και δύο τάπερ με ίχνη λαδιού και ντομάτας, και αυτή ένα σφουγγάρι και ένα σαμπουάν για μαλλιά που είχε ντυθεί υγρό πιάτων. Και η ευθεία κατέληγε στα βραχάκια στην άκρη της παραλίας, που όλοι -γυμνοί και ντυμένοι- απέφευγαν μάλλον λόγω έλλειψης ιδιέταιρου φυσικού κάλλους, και έλλειψης έταιρων γυμνών και ντυμένων.

Λόγω της υψηλής αυτοσυγκέντρωσης που απαιτείται κάτι τόσο ριψοκίνδυνο -πλύσιμο πατώντας στα άσχημα και γλιστερά βραχάκια- δεν παρατήρησαν πως ένας ηλιοκαμμένος γυμνός άνδρας περπατούσε προς το μέρος τους με σταθερό γυμνό βήμα. Πείραζε με δεξιοτεχνία μια μοναχική τζίβα που φύτρωνε άτσαλα απο τα μαλλιά του, μάλλον καρπός του ιδιέταιρα ανύσηχου πνέυματος που ακτινοβολούσε ο νεαρός άνδρας. Το οποίο πνεύμα και κουβάλησε μαζί του ως το σημείο της παραλίας με τα θνητά και ασήμαντα βραχάκια.

"Φίλε να ρίξω μια ματιά σε αυτό;" είπε, δείχνοντας το ντυμένο υγρό πιάτων με το χέρι που δεν στροβίλιζε την ανήσυχη τούφα και ενώ η σκιά του έπεφτε πάνω του καθώς ο ήλιος ήταν κατακόρυφος.

''Παρακαλώ.'' απάντησε έντρομος μα φαινομενικά απολύτως ψύχραιμος στην θέα του άγνωστου αυτού πλάσματος, και στην σκέψη οτι δεν είχε ξαναδεί ποτέ σαμπουάν.

Ο νεαρός άνδρας το σήκωσε απο κάτω αλλά δεν το κοίταξε.

''Είναι βιοδιασπώμενο;''

''Πως είπατε;''

''Αυτό. Είναι βιοδιασπώμενο;''

''Αμφιβάλλω.''

''Είναι μαλακία να..''

''Εσύ πως τα πλένεις;''

''Με άμμο. Με άμμο και μετά στην θάλασσα. Η θάλασσα φιλαράκι έχει ιώδιο.''

''Ρε φίλε, στην ντουζιέρα της παραλίας που κάνουμε μπάνιο με σαμπουάν που νομίζεις οτι καταλήγει; Είναι σχεδόν...''

''Δεν κάνω μπάνιο''.

Ο νεαρός άνδρας μισούσε θανάσιμα τους μπάτσους αλλά μόλις είχε γίνει ένας. Και μάλιστα εξυπνάκιας. Σερίφης.

Και για να εξηγούμαστε, είναι όντως μαλακία να πλένεις στην θάλασσα με χημικά σαμπουάν, είναι μαλακία να σκοτώνεις τα καημένα τα ψαράκια, τα κβαβούρια και τα φύκια απο βιοσυσσώρευση ουσιών που δεν μεταβολίζουν απλώς για να πλύνεις δυο πιάτα, αλλά και για κάθε άλλο λόγο. Και εγώ με τα πιστεύω μου είμαι συχνά υποχόνδριος. Και εγώ -αν είχα οικολογικές ανησυχίες- ίσως θα μιλούσα με τον διπλανό μου και θα σχολίαζα ίσως το οτι αυτοί οι δύο δεν σκέφτηκαν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σαμπουάν στην θάλασσα. Αλλά για να πάρεις τα γυμνά σου πόδια και την τζίβα σου, να φύγεις απο την παρέα σου και να περπατήσεις 50 μέτρα αμμόλοφους πήγαινε και άλλα τόσα έλα σύνολον 100, και να πεις την εξυπνάδα σου σε ένα ζευγάρι που πλένει πιάτα ενώ είσαι γυμνός πρέπει να είσαι ΜΑΛΑΚΑΣ. Μερικοί άνθρωποι το χουν αυτό μέσα τους πως να γίνει. Αυτός ήρθε γνωρίζοντας οτι σε ακτίνα αρκετών δεκάδων χιλιομέτρων δεν υπάρχουν βιοδιασπώμενα σαμπουαν. Και παρόλα αυτά ήρθε. Είπε την μαλακία του, έξυσε την τζίβα του και έφυγε. Γύρισε στην παρέα του. Και; Τι κατάφερε; Τι άλλαξε; Τον πατούν στα αλήθεια, τα ποδια του τα ίδια. Κολλημένος στον ουρανίσκο μιας απολιθωμένης μαλακίας. Σαν τσίχλα.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails