Δεν υπάρχει χρόνος. Κι όταν δεν υπάρχει χρόνος δεν υπάρχει και τρόπος. Σηκώθηκε, έτρεξε προς την ντουλάπα, πήρε ένα μαύρο παντελόνι, έκανε να το φορέσει, το πάτησε, έπεσε, συνέχισε την προσπάθεια κάτω, στο πάτωμα, ήταν κρύο αλλά δεν θα το θυμάται, αποκλείεται να το θυμάται, εφόσον στο σύμπαν υπήρχε μία λέξη, βιασύνη, που είχε κρύψει όλες τις υπόλοιπες, ακόμα και τις μεταφράσεις της, τα πρωινά σκέφτεται διάφορα, σκέφτεται μεταφράσεις, ξυπνάει σε διάφορες χώρες, αλλά όχι αυτό το πρωινό, τώρα τρέχει, μπλουζάκι ανάποδα, παπούτσια λυμένα, κλειδιά ξεχασμένα μέσα, δεν τον νοιάζει, σκάλες, όχι ασανσέρ, ασανσέρ ποτέ, σπρώχνει την πόρτα, δεν ανοίγει, ανοίγει προς τα μέσα, χρόνια τώρα, βγαίνει, τρέχει...
Αυτοκίνητα αυτοακινητοποιούνται στο πέρασμά του, πεζοί τρακάρουνε χαζεύοντάς τον, ο κουρέας απομακρύνει την μηχανή από το τριχωτό κεφάλι αλλά δεν την σβήνει, μια μύγα κολλημένη πάνω στο τζάμι, γύρισε όλα της τα μάτια, και αυτός ανοίγει βήμα, δρασκελιές που δεν έχει ξανακάνει,
τρέχει, πονάει, αλλά τρέχει, ανασαίνει βαριά, δεν ανασαίνει, απλώς τρέχει
βγήκε από την πόλη, χωράφια, τρέχει στο χαλίκι δίπλα από τον αυτοκινητόδρομο, η ανάσα του έχει στρώσει, δεν νοιώθει κούραση πλέον, μόνο τρέχει, το τοπίο τώρα κινείται αργά, τα βουνά δεν πλησιάζουν, σε αντίθεση με το τέλος, δεν σταματά καθόλου, προσπερνά ένα κιόσκι που πουλάει φράουλες, έχει χρόνο να το σκεφτεί, έχει πολύ δρόμο να κάνει, αλλά δεν θέλει, θέλει να συγκεντρωθεί, να τρέξει πιο γρήγορα, δεν προλαβαίνει, δεν προλαβαίνει, έχει λαχανιάσει αλλά δεν σταματά,
δεν μπορεί, όχι να τρέξει, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, συνειρμοί τον κατακλύζουν
οι φράουλες
πνίγεται
δάκρυσε
δεν ακούει πια
δεν νοιώθει
αιτία θανάτου ο χρόνος,
τρέχει
τρέχει και
και αυτό
το τίποτα
δεν σκέφτεται.
Σταμάτησε.
Κοίταξε γύρω του.
Ήταν ωραία.
έκοψε ένα αγκάθι από αυτά των αυτοκινητοδρόμων,
και πήρε περπατώντας τον δρόμο του γυρισμού.