4. Στις 4. Πόντιοι. Την νύχτα. Αμαξάκι, Σόλωνος.
Παράθυρο μπροστά ανοίγει. ''Κούκλα πόσο πάει;''
''20 απο μπρος, 30 απο πίσω''.
Παράθυρο πίσω ανοίγει.
''Εμείς δηλαδή τι; Μαλάκες είμαστε;''
Wednesday, September 10, 2008
Saturday, September 6, 2008
Ανέκδοτο: Η Ψαρόσουπα
Θέλω να γράψω μια ιστορία που μου εξιστόρησαν. Για να μείνει στην ιστορία. Είναι ένα κακό ανέκδοτο που μου είπαν. Υποτίθεται οτι σε αυτά τα ανέκδοτα δεν γελάς. Είναι απο αυτά τα ανέκδοτα που οι μισοί δεν θα καταλάβουν και θα γελάσουν απο ευγένεια περισσότερο απο τους άλλους μισούς , εκείνους που κατάλαβαν. Εγώ κατάλαβα αλλά γέλασα. Είχα πιεί ούζο. Κωλοούζο.
Είναι μια ιστορία που κυκλοφορεί για το πως εμπνεύστηκε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ένα γνωστό τραγούδι του.
"Τύπος, σε νησί, πεινάει. Πεινάει και είναι μερακλής. Ψάχνει απο δω, τίποτα. Ψάχνει απο κει, τίποτα. Ταβέρνα πουθενά. (σασπένς). Τελικά βρίσκει μία, την μοναδική ταβέρνα του νησιού. (μυστήριο). Πλησιάζει, ρωτάει: ''ψαράκι έχουμε;'', είπαμε είναι μερακλής. ''Εδώ; Ψαράκι δεν θα χουμε;'', ''Ωραία'', ''Περάστε, καθίστε'', ''Ευχαριστώ''.
-Έχουμε μπαρμπουνάκι ωραίο φρέσκο, τσιπούρα, κέφαλο πελαγίσιο, και δεν ξέρω άμα γύρισε απο την δεύτερη βόλτα ο ψαρ...
-Ξέρετε.. θα ήθελα μια ψαρόσουπα. (σούπερ μερακλής)
-Ψαρόσουπα... ξέρετε...
-Τι; Δεν κάνετε ψαρόσουπα;
-Όχι, πως, κάνουμε και πολύ καλή μάλιστα. Αλλά είναι ένας τύπος στο νησί απο την Νιγηρία, που τον λένε Santapuliata, και άμα δει άνθρωπο να έχει παραγγείλει ψαρόσουπα, τρέχει μανιασμένος (!?) και του την αρπάζει μέσα απο τα χέρια! (science fiction).
-Καλά με δουλεύεις ρε φίλε; Λοιπόν φέρε μια ψαρόσουπα και άσε με εμένα να ανησυχώ για τον Santapuliata.
-Δεν σας δουλεύω κύριε, έτσι είναι όπως σας τα λέω. Τέλος πάντων, εγώ δίνω την παραγγελία μέσα, αλλά σας προειδοποίησα..
-Καλά, καλά... είπε ο τύπος κουνώντας το κεφάλι.
Με τα πολλά (?!), λίγα λεπτά μετά έρχεται σε ένα βαθύ μπωλ η καυτή, αχνιστή σούπερ φρέσκια ψαρόσουπα. Ο τύπος, παρόλο που πεινούσε τόσο μα τόσο πολύ και είχε λαχταρίσει τόσο μα τόσο πολύ μια ψαρόσουπα, αποφάσισε να την αφήσει λίγο να κρυώσει γιατί όπως και να το κάνουμε ήτανε λάβα καυτή το θέαμα και δεν πάει κάτω αδερφάκι μου. Πριν όμως περάσει ένα μιλισεκόντ, ένα καταραμένο μιλισεκόντ, βλέπει απο μακριά έναν τύπο μαύρο να τρέχει μανιασμένος (?!) προς το μέρος του! (adventure) Ψυλλιάζεται την δουλειά ο τύπος, θυμάται τα σοφά λόγια του ταβερνιάρη, και μια και δυό, αρπάζει το μπωλ των χιλίων βαθμών, και το ακουμπά με ορμή στα χείλη, καταπίνοντας με βουλιμία το πυρακτωμένο ρόφημα που μύριζε φρέσκο ψαράκι και μπορούσε να λιώσει και το one ring αμα λάχει. Ο τύπος το κατάπιε. Γλώσσα, ουρανίσκος, οισοφάγος και στομάχι, εξαϋλώθηκαν. Τα νετρόνια απέκτησαν φορτίο και πρόσημο. Ο μαύρος έφτασε μαινόμενος πάνω απο το τραπέζι του και ο τύπος με λεπρή και οργισμένη φωνή ξεφώνισε:
"Φεύγα Santapuliata! Ψαροκάηκα!''
Είναι μια ιστορία που κυκλοφορεί για το πως εμπνεύστηκε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ένα γνωστό τραγούδι του.
"Τύπος, σε νησί, πεινάει. Πεινάει και είναι μερακλής. Ψάχνει απο δω, τίποτα. Ψάχνει απο κει, τίποτα. Ταβέρνα πουθενά. (σασπένς). Τελικά βρίσκει μία, την μοναδική ταβέρνα του νησιού. (μυστήριο). Πλησιάζει, ρωτάει: ''ψαράκι έχουμε;'', είπαμε είναι μερακλής. ''Εδώ; Ψαράκι δεν θα χουμε;'', ''Ωραία'', ''Περάστε, καθίστε'', ''Ευχαριστώ''.
-Έχουμε μπαρμπουνάκι ωραίο φρέσκο, τσιπούρα, κέφαλο πελαγίσιο, και δεν ξέρω άμα γύρισε απο την δεύτερη βόλτα ο ψαρ...
-Ξέρετε.. θα ήθελα μια ψαρόσουπα. (σούπερ μερακλής)
-Ψαρόσουπα... ξέρετε...
-Τι; Δεν κάνετε ψαρόσουπα;
-Όχι, πως, κάνουμε και πολύ καλή μάλιστα. Αλλά είναι ένας τύπος στο νησί απο την Νιγηρία, που τον λένε Santapuliata, και άμα δει άνθρωπο να έχει παραγγείλει ψαρόσουπα, τρέχει μανιασμένος (!?) και του την αρπάζει μέσα απο τα χέρια! (science fiction).
-Καλά με δουλεύεις ρε φίλε; Λοιπόν φέρε μια ψαρόσουπα και άσε με εμένα να ανησυχώ για τον Santapuliata.
-Δεν σας δουλεύω κύριε, έτσι είναι όπως σας τα λέω. Τέλος πάντων, εγώ δίνω την παραγγελία μέσα, αλλά σας προειδοποίησα..
-Καλά, καλά... είπε ο τύπος κουνώντας το κεφάλι.
Με τα πολλά (?!), λίγα λεπτά μετά έρχεται σε ένα βαθύ μπωλ η καυτή, αχνιστή σούπερ φρέσκια ψαρόσουπα. Ο τύπος, παρόλο που πεινούσε τόσο μα τόσο πολύ και είχε λαχταρίσει τόσο μα τόσο πολύ μια ψαρόσουπα, αποφάσισε να την αφήσει λίγο να κρυώσει γιατί όπως και να το κάνουμε ήτανε λάβα καυτή το θέαμα και δεν πάει κάτω αδερφάκι μου. Πριν όμως περάσει ένα μιλισεκόντ, ένα καταραμένο μιλισεκόντ, βλέπει απο μακριά έναν τύπο μαύρο να τρέχει μανιασμένος (?!) προς το μέρος του! (adventure) Ψυλλιάζεται την δουλειά ο τύπος, θυμάται τα σοφά λόγια του ταβερνιάρη, και μια και δυό, αρπάζει το μπωλ των χιλίων βαθμών, και το ακουμπά με ορμή στα χείλη, καταπίνοντας με βουλιμία το πυρακτωμένο ρόφημα που μύριζε φρέσκο ψαράκι και μπορούσε να λιώσει και το one ring αμα λάχει. Ο τύπος το κατάπιε. Γλώσσα, ουρανίσκος, οισοφάγος και στομάχι, εξαϋλώθηκαν. Τα νετρόνια απέκτησαν φορτίο και πρόσημο. Ο μαύρος έφτασε μαινόμενος πάνω απο το τραπέζι του και ο τύπος με λεπρή και οργισμένη φωνή ξεφώνισε:
"Φεύγα Santapuliata! Ψαροκάηκα!''
Subscribe to:
Posts (Atom)