Thursday, February 28, 2008

Λένος Χρηστίδης: Η Νήσος f(x)

''[...]Παφ. Παφ-Παφ. Παφ.
Κοίταξα πίσω. Ένας τύπος μ'ένα φουσκωτό και μια γκόμενα δίπλα ακολουθούσε το αυλάκι που αφήναμε για να κόβει τα απόνερα και να κάνει άλματα. Φιγούρα και έτσι. Είχε καδένα, μαύρο γυαλί και πολλή τρίχα. Η γκόμενα έκανε μικρά ''Αχ'' και ''Αχ,αχ'', ανάλογα με τα εκάστοτε αλματάκια. Ο τύπος της χαμογελούσε καθησυχαστικά, κρατώντας, ας πούμε στιβαρά το τιμόνι. Ήταν εντυπωσιακός. Εντυπωσιακός μαλάκας.

Κοίταξα γύρω μου. Μια ντουζίνα τουρίστες-που λέει ο λόγος. Το καραβάκι ήταν η ''Υπαπαντή'' και είχε μέσα μια ντουζίνα τουρίστες - καμια δεκαπενταριά - κι εμένα, που δεν ήμουνα ακριβώς τουρίστας, γιατί πήγαινα για δουλειά, αλλά μπορούσες εύκολα να με μπερδέψεις με τουρίστα, γιατί είχα το στυλ του τουρίστα. Έτσι κάνω εγώ. Όπου πάω, μοιάζω με τουρίστα. Είναι το στυλ μου τέτοιο. Ανέμελος κι έτσι.

Κοίταξα σε μια γωνιά με σκιά. Ο τέτοιος μέτραγε λεφτά.
''Πέντε χιλιάρικα για τους ξένους, τρία για τους Έλληνες. Εσύ σαι Ελληνόπουλο, τα ίδια θα σου πάρω;''
Ο καπετάν Ουστμανολάκης. Κάπτεν και μάνατζερ της ''Υπαπαντής''. Ανοιχτό πουκάμισο. Ρυτίδες.
Παφ.Παφ-παφ.Παφ.
Ο τύπος με το φουσκωτό συνέχιζε το ροντέο της φιγούρας. Αν πνιγόταν κιόλας, δεν θα με πείραζε φοβερά. Ίσως λίγο. Για λόγους ανθρωπιστικούς, όχι προσωπικούς.

Κοίταξα πάνω. Φύσαγε. Λίγο. Ήμουνα στο μικρό κατάστρωμα, πάνω. Όταν μπήκα όλοι οι ξένοι στριμωγμένοι κάτω, σε μια γωνιά. Ανέβηκα στο κατάστρωμα και σε λίγο ανέβηκαν όλοι, ένας ένας. Πρόβατα. Τι φταίνε και αυτοί;
Λιαζόμουνα. Μου αρέσει να λιάζομαι σε τέτοιες περιπτώσεις. Δηλαδή όταν έχει ήλιο και φυσάει ταυτόχρονα. Απ' τη μια ζεσταίνεσαι και απ'την άλλη δεν σκάς κιόλας. Καίγεσαι όμως έυκολα, ακριβώς γιατί δεν το καταλαβαίνεις οτι καίγεσαι. Και δεν το καταλαβαίνεις, όχι επειδή είσαι ηλίθιος, αλλά επειδή φυσάει και σε ψιλοδροσίζει. Απάτη. Το βράδυ το δέρμα σου τσιτώνει σα τουμπελέκι. Αυτόματο λίφτινγκ.
Κοίταξα γύρω μου. Οι τουρίστες καίγονταν. Τσουρουφλιστοί. Είδικα μια γιαγια που έμοιζε με Κάπο της Μαφίας και ένας κύριος με άσπρες και πεδιλάκι παιρνούσαν χάλια. Όλοι υπέφεραν, αλλά σαν και αυτούς κανείς. Αποφάσισα να βοηθήσω. Ξαφνικά βρήκα νόημα στην ζωή μου. Είδα τον εαυτό μου σαν οδηγό, σαν γκουρού. Σαν τσοπάνη. Έβγαλα ένα μαυρό μαντήλι που έχω πάντα μαζί μου για τέτοιες περιπτώσεις και το φόρεσα σε στυλ Λόρενς της Αραβίας. Ξέρεις, γύρω απο το κεφάλι. Κάθισα και περίμενα.
Πρώτος ένας ξανθός μπόμπιρας, μετά ο κύριος με τις άσπρες κάλτσες, η αδερφούλα του μπόμπιρα, κάτι τύποι πλακατζήδες με όμοια μουσάκια - αυτά τα στρογγυλα που πιάνουν μουστάκι και πιγούνι- οι γονείς του μπόμπιρα, ξανθότατοι επίσης, και τελευταία η γιαγια-Νονός, όλοι φόρεσαν μαντήλια στο κεφάλι τους. Μεγάλη επιτυχία. Ήμουν σε φόρμα. Σκέφτηκα να κάνω κάτι εξωφρενικό. Ξέρω γω, να αρχίσω να ουρλιάζω ή να κάνω τούμπες ή να επιδείξω προκλητικά τα γεννητικά μου όργανα ή όλα μαζί, έτσι, για να δω αν τα ρομποτ θα κάνουν τα ίδια και με την ίδια σειρά ή αν απλώς η μέχρι τώρα αντιγραφή των κινήσεών μου ήταν αποτέλεσμα τρομακτικών συμπτώσεων. Ένοιωσα πραγματικά χρήσιμος. Και έτοιμος για όλα.[...]''



απόσπαμα απο ''Τα χαστουκόψαρα'' του Λένου Χρηστίδη


No comments:

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails