"Every time i play billiard, it feels like swimming my friend. Like diving. Isolated. It's nothing else I can hear but the balls, its nothing else I can see but green." μου εξήγησε. Η προφορά του ήταν Ιταλική, αλλά το όλο ύφος απροσδιόριστο. Μου έδωσε την στέκα και πήγε να κάτσει. Δικές μου, ήταν οι κόκκινες αλλά ποτέ δεν τις συμπάθησα. Όπως και την μαύρη άλλωστε. Καθώς προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στη μόνη εύκολη κόκκινη, η σερβιτόρα προσγείωνε αρκετές μπύρες το δίπλα τραπέζι που έπαιζε χαρτιά, και ένας Γερμανός με τιράντες και γυαλιά ψιθύριζε συνωμοτικά στο αυτί του διπλανού του που φορούσε ένα σοβαρό καπέλο φανερά σχολιάζοντας το βαθύ ντεκολτέ της μικρής. "I don't know what, I should play for the kids, at the market place of Lavrio" είπα ρυθμικά σε έναν Παλαιστίνιο καθώς του έδινα την στέκα. Ο κύριος με το σοβαρό καπέλο χαμογέλασε. Έκανε νόημα στην σερβιτόρα να φέρει στα παιδιά του μπιλιάρδου ότι πίνουν. Όλοι το ίδιο πίναμε.
Αρκετά αργότερα η βαριά σιδερένια πόρτα άνοιξε προς τα έξω. Η υγρή ανήσυχη ατμόσφαιρα του Σαββατόβραδου είχε δώσει τη θέση της σε άλλες καταστάσεις ανώτερες. Έξω φθινόπωρο. Με φύλλα στο δρόμο, με αέρα δροσερό, με ξεχασμένα ποδήλατα δεμένα σε υγρά δέντρα. Μέσα καπνός. Πολύς καπνός. Φασαρία, χαρτιά, λόγια, τσιγάρα, αφίσες, στέκες όλα σε αποχρώσεις του μαύρου και κόκκινου. Θα το ονόμαζα "Καζίνο" και θα έβαζα και νέον απέξω ν' αναβοσβήνει. Το μαγαζί ακόμα έσφυζε. Και η πόλη.
No comments:
Post a Comment