Κώστας Ουράνης (Κωνσταντινούπολη, 1890 - Αθήνα, 1953).
Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και δημοσιογράφος (πραγματικό όνομα Κώστας Νιάρχος). Έζησε τα παιδικά του χρόνια και έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του διαδοχικά στο Λεωνίδιο, Ναύπλιο και Κωνσταντινούπολη. Στην Αθήνα ήρθε στα 18 του χρόνια και εργάστηκε για λίγο στην Ακρόπολη του Γαβριηλίδη. Πήγε κατόπιν στο εξωτερικό για να σπουδάσει αλλά έζησε μποέμικη ζωή, προσβλήθηκε από φυματίωση και έμεινε δύο χρόνια στο σανατόριο του Νταβός στην Ελβετία. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισσαβόνα, ενώ το 1924 επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε ως δημοσιογράφος.
Στα Γράμματα ο Ουράνης πρωτοεμφανίστηκε το 1908 και έκτοτε συνεργάστηκε με όλα σχεδόν τα αξιόλογα περιοδικά της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας. Τη νεανική του συλλογή Σαν όνειρο, που τύπωσε το 1909, την αποκύρηξε και θεώρησε ως πρώτη συλλογή του την Spleen του 1912 (η λέξη σημαίνει μελαγχολία, υποχονδρία και πλήξη), στην οποία όμως τα πεζολογικά στοιχεία και η δυσκαμψία του στίχου δίνουν μετριότατα αποτελέσματα. Ουσιαστικά η προσωπική ποιητική του προσφορά παρουσιάζεται με τις Νοσταλγίες (1920) και συμπληρώνεται με τις Αποδημίες, μια συλλογή ποιημάτων δημοσιευμένων σε διάφορα περιοδικά, που συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά στη μεταθανάτια έκδοση με το γενικό τίτλο Ποιήματα (1953). Επίσης μεταθανάτια συγκεντρώθηκε, χάρη στις φροντίδες της δεύτερης γυναίκας του, της κριτικού Αλκη Θρύλου, η διάσπαρτη σε περιοδικά και εφημερίδες, όπως και σε εξαντλημένα βιβλία του, ποικίλη εργασία του. Έτσι, εκδόθηκαν σε ομοιόμορφους τόμους, τα ταξιδιωτικά του: Ιταλία (1953), Ισπανία (1954), Γλαυκοί δρόμοι (1955), Ελλάδα (1956), Από τον Ατλαντικό στη Μαύρη Θαλασσα (1957), τα αφηγήματα, χρονογραφήματα, συνεντεύξεις κτλ.: Αναβίωση (1955), Αποχρώσεις (1956) και τα κριτικά του: Δικοί μας και ξένοι (1954 - 56, σε τρεις τόμους) και Στιγμιότυπα (1958). Στην ανάθεση του Αλκη Θρύλου οφείλεται και η βιογραφία του Ουράνη (1908 - 61) του Π. Μαρκάκη, που εκδόθηκε το 1962.
Ως ποιητής ο Ουράνης, με τη βαθιά και ουσιαστικά κοσμοπολίτικη παιδεία του, επηρεασμένος από τον Μπωντλαίρ και τους Γάλλους «ποιητές της παρακμής» (όπως αυτοχαρακτηρίζονταν πριν επικρατήσει ο όρος συμβολιστές), καλλιέργησε μια ποίηση χαμηλών τόνων, στην οποία επικρατούσαν τα αισθήματα της ανίας, της συγκρατημένης απελπισίας, της νοσταλγίας και της φυγής. Ωστόσο, οι καταστάσεις αυτές, κυρίαρχες στους γαλλικούς κυρίως λογοτεχνικούς κύκλους, στα τέλη του 19ου αιώνα, μεταφερμένες τώρα σε μια άλλη εποχή, την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με μια διαφορετική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η οποία ευνοούσε ιδιαίτερα τα νέα εικονοκλαστικά αισθητικά κινήματα, έμοιαζαν να κατάγονται μάλλον από φιλολογικές επιρροές, παρά από εμπειρίες ζωής. Μολαταύτα ο Ουράνης για τους συνοδοιπόρους του, στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, θεωρήθηκε σημαντικός ποιητής. Ακόμη και η ατιμέλητη μορφή των στίχων του και οι αλλεπάλληλες χασμωδίες του είχαν εκληφθεί ως ηθελημένοι εκφραστικοί τρόποι και ως στοιχεία ύφους, τα οποία συνόδευαν οργανικά τα ποιητικά του θέματα. Θα ήταν υπερβολή να το υποστήριζε κανείς σήμερα. Όμως θα πήγαινε και στο άλλο άκρο αν έλεγε ότι από αυτή τη βαρύρυθμη και πεζολογική ποίηση, όπου κάποιοι ρεαλιστικοί τόνοι διαβρώνουν το ρομαντισμό της, δεν σώζεται συχνά μια ατμόσφαιρα εποχής με διαχρονικά στοιχεία. Μια προσεκτική και ευαίσθητη ανθολόγηση του ποιητικού του έργου μπορεί να το πιστοποιήσει, όπως και να επισημάνει τις διαστάσεις του.
Ο Ουράνης παραμένει ποιητής και στα ταξιδιωτικά του έργα, τα διηγήματα, τα αφηγήματα και τα χρονογραφήματά του. Ο άκρατος υποκειμενισμός του τα χρωματίζει με θερμούς τόνους, έτσι που να φανερώνονται ως αυτοβιογραφικές εκμυστηρεύσεις, συνθήκη όμως που μειώνει την εμβέλεια των κριτικών του μελετημάτων, χωρίς ωστόσο αυτά να χάνουν τη σχετική σημασία τους.
(Από το Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό)
Η Αγάπη
Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα·
αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει, δίχως να νιώσεις από που,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα
θε να σου κλείσει απαλά, με τ' άσπρα χέρια της τα δυο,
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: «ποιά είμ' εγώ;»
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποιά 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει.
Κλειστά όλα να 'ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Ειδέ, κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να την δεχτείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ' αυτήν, κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει - αλλιώς θα προσπεράσει.
Περαστικές
Γυναίκες, που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι' άλλα μέρη·
γυναίκες, που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο·
γυναίκες σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό, μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ' ένα μαντίλι αργό να χαιρετάτε.
Να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ' τη ζωή μου μέσα, και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου.