Το οτι έφτανα αργά, το ήξερα από πριν. Όταν φτάνεις σε μια άλλη χώρα, σε μια άλλη πόλη αργά το βράδυ -σχεδόν νύχτα- πρέπει αυτά που είναι να γίνουν να είναι τα ελάχιστα. Πρέπει δηλαδή να έχεις που να μείνεις, να ξέρεις που είναι αυτό και να έχεις σκεφτεί κάποιον τρόπο να πας. Καλώς ή κακώς δεν ανήκω στη κοινωνική κάστα των ανθρώπων που συνηθίζουν να παίρνουν ταξί από το αεροδρόμιο -το όποιο αεροδρόμιο- εκτός ίσως αν είμαι στην Πράγα, στα μέσα Φλεβάρη με χιόνι, νύχτα, αέρα και κρύο κρύο κρύο.
Μπαγκάζια, μια βαλίτσα που μπορείς να την πεις και τσάντα, όχι πολύ μεγάλη αλλά εξωφρενικά βαριά, ένας υπολογιστής στην τσάντα του, και τι άλλο...; Τι άλλο; Α! Ναι, βέβαια, ήταν και στην πλάτη μου περασμένη και μια κιθάρα. Δικιά μου ήταν. Λοιπόν η ιστορία με την κιθάρα είναι ένα ποστ μόνη της και δεν θέλω να αναλωθώ τόσο εύκολα ούτε και να πλατειάζω Οπότε τα κρυφά χαμογελάκια να σβήσουν, οι μούντζες να κλείσουν και πάμε παρακάτω.
Κoleje Strahov (''Κόλεγε Στράχοβ'') ήταν η μαγική λέξη που χάιδεψε τα αυτιά του τυχερού ταρίφα και ήταν γραμμένη διαγωνίως στην πίσω σελίδα ενός χαρτιού που είχε όλα τα λεωφορεία από το αεροδρόμιο προς οπουδήποτε. Ο άνθρωπος κατάλαβε, παρά τα σπασμένα σιωπηλά αγγλικά του και τα θρυμματισμένα μου τσέχικα. Κατάλαβε επίσης οτι δεν είμαι από τα μέρη του, και οτι σαν από νότια να έρχομαι, μια που επέλεξα να βγω από το αεροπλάνο με την ενδυμασία της Αθήνας κάποιου Φλεβάρη. Αυτό που πιθανότατα δεν κατάλαβε, ήταν πως θα έμενα εκεί για μερικούς μήνες παραπάνω από την καθιερωμένη εβδομάδα που κάθε απλός και φιλότιμος τουρίστας θα πέρναγε στην Πράγα. Προσπάθησε λοιπόν να πάρει από την διαδρομή αεροδρόμιο - Κoleje Strahov το αντίτιμο 5-6 διαδρομών για να πάει σπίτι του να δει το τέλος του αγώνα Sparta Πράγας- Boleslav που κατά σύμπτωση ελάμβανε χώρα σε ένα γήπεδο που βρισκόταν μεγαλόπρεπο απέναντι από την στάση του λεωφορείου με το όνομα Κoleje Strahov. Τα κατάφερε.
Η πόρτα του ταξιού έκλεισε και εκτόξευσα ένα ανάλαφρο γαμωσταυρίδι προς τον ουρανό που με τάϊζε χιόνι, καθώς η μαθηματική πράξη μετατροπής του νομίσματος μόλις ολοκληρώθηκε στο κεφάλι μου. Γαλαντόμος όμως καθώς ήμουν, χάρισα την ζωή σε αυτόν τον άνθρωπο που δεν ήξερε ποιόν έκλεψε. Καμιά φορά στον ύπνο μου βλέπω να καταπίνω ταξιά με τσέχικες πινακίδες, μαζί με τους οδηγούς τους, και αυτό με ανησυχεί κάπως αλλά ας μην ξεφεύγουμε από το θέμα.
Η πόρτα έκλεισε και το ταξί χάθηκε μέσα στο κρύο. Η ομίχλη τρυπούσε το λεπτό παλτό μου. Η κιθάρα τσίτωσε τις χορδές της. Κουρδίστηκε. Το γήπεδο μπροστά μου ήταν φωτισμένο -μέσα. Έξω ερημιά. Αυτό ακόμα καμιά φορά που το θυμάμαι δεν το καταλαβαίνω αλλά ήταν σαν να είχαν παρατήσει όλοι το πόστο τους και πήγαν να δουν το τέλος του αγώνα. Και είχε γενικά ησυχία. Σε κάτι φάσεις βέβαια εσείετο το σύμπαν- κάτι σαν οφσάιντ που δεν δόθηκε ποτέ ή που δεν υπήρξε ποτέ, αλλά γενικά ησυχία. Πίσω μου, χα! Πίσω μου ήταν το ζουμί. Διαπίστωσα πως το ποταπό και ανούσιο γηπεδάκι ήταν απλώς ένα από τα κομφόρ του πραγματικού έργου. 12 διατεταγμένα πανομοιότυπα πενταόροφα κτίρια, 6 αριστερά και 6 δεξιά σε δύο στήλες απλώνονταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Αριστερά ήταν το 2 και πίσω του το 4, δεξιά ήταν το 1 και πίσω του το 3. Βγάζω το γνωστό πολύτιμο χαρτί με τις διαγώνιες πληροφορίες και διαβάζω σχεδόν φωναχτά: ''Block 8''.
Εύκολο σκέφτηκα. 2-4-6-8. Αριστερά. Ήταν δεξιά, μην ρωτάτε γιατί. Μετά από 5 λεπτά διαδρομή στις λάσπες του αριστερού μονοπατιού -το δεξιά ήταν πλακόστρωτο- έφτασα στο Κτίριο 8. Ανέβηκα τα 5 σκαλάκια της εισόδου. Φώτα φθορίου. Τσέχα σε γκισέ, χοντρή με κόκκινα μάγουλα, μαύρα μαλλιά και μπλε μάτια.
-Hallo. Εγώ
-Ahoj! (Αχόϊ) Αυτή
-I just arrived, Block 8 they told me...
-Name?
Μετά από δέκα υπογραφές (χίαρ αντ χίαρ... αντ χίαρ...) σε τσέχικα αρχαία κακώς φωτοτυπημένα, κάτι έλαμψε μπροστά μου. Ήταν που η νεαρή τσέχα είχε ανοίξει το ντουλάπι με τα κλειδιά. Ήμουν σε φοιτητική εστία.
-Any preference? ρώτησε.
Της έδειξα το κλειδί πάνω αριστερά με το νούμερο 303Α.
Μου έδωσε το 103Β.
Μετά από επιθεώρηση χώρου και ανέσεων άφησα πράγματα και βγήκα. Περπάτησα σε απάτητο χιόνι προς το πάρκο δίπλα. Ήμουν σε λόφο. Ανάμεσα στα υγρά παγωμένα δέντρα έβλεπα μακριά φώτα. Το πάρκο τελείωνε σε ένα ξέφωτο, και συνέχιζε πιο απότομα η πλαγιά. Έκατσα σε παγωμένη πέτρα. Η Πράγα.
Απλωμένη φωτισμένη από κάτω μου και εγώ στον Λυκαβηττό της, να ξέρω μόνο το όνομά της και να μυρίζω τον αέρα της. Συνηθισμένα πράγματα δηλαδή.
Όταν γύρισα, το 103 (Α+Β) έκρυβε δύο Πορτογάλους και έναν Σκωτσέζο. Οι συγκάτοικοι. Επέστρεψαν από το ματς.
Μετά ήρθαν και έφυγαν 5 μήνες. Με τον τελευταίο έφυγα και εγώ, για χώρες πιο ζεστές, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που ίσως την πούμε άλλη φορά.
Μπαγκάζια, μια βαλίτσα που μπορείς να την πεις και τσάντα, όχι πολύ μεγάλη αλλά εξωφρενικά βαριά, ένας υπολογιστής στην τσάντα του, και τι άλλο...; Τι άλλο; Α! Ναι, βέβαια, ήταν και στην πλάτη μου περασμένη και μια κιθάρα. Δικιά μου ήταν. Λοιπόν η ιστορία με την κιθάρα είναι ένα ποστ μόνη της και δεν θέλω να αναλωθώ τόσο εύκολα ούτε και να πλατειάζω Οπότε τα κρυφά χαμογελάκια να σβήσουν, οι μούντζες να κλείσουν και πάμε παρακάτω.
Κoleje Strahov (''Κόλεγε Στράχοβ'') ήταν η μαγική λέξη που χάιδεψε τα αυτιά του τυχερού ταρίφα και ήταν γραμμένη διαγωνίως στην πίσω σελίδα ενός χαρτιού που είχε όλα τα λεωφορεία από το αεροδρόμιο προς οπουδήποτε. Ο άνθρωπος κατάλαβε, παρά τα σπασμένα σιωπηλά αγγλικά του και τα θρυμματισμένα μου τσέχικα. Κατάλαβε επίσης οτι δεν είμαι από τα μέρη του, και οτι σαν από νότια να έρχομαι, μια που επέλεξα να βγω από το αεροπλάνο με την ενδυμασία της Αθήνας κάποιου Φλεβάρη. Αυτό που πιθανότατα δεν κατάλαβε, ήταν πως θα έμενα εκεί για μερικούς μήνες παραπάνω από την καθιερωμένη εβδομάδα που κάθε απλός και φιλότιμος τουρίστας θα πέρναγε στην Πράγα. Προσπάθησε λοιπόν να πάρει από την διαδρομή αεροδρόμιο - Κoleje Strahov το αντίτιμο 5-6 διαδρομών για να πάει σπίτι του να δει το τέλος του αγώνα Sparta Πράγας- Boleslav που κατά σύμπτωση ελάμβανε χώρα σε ένα γήπεδο που βρισκόταν μεγαλόπρεπο απέναντι από την στάση του λεωφορείου με το όνομα Κoleje Strahov. Τα κατάφερε.
Η πόρτα του ταξιού έκλεισε και εκτόξευσα ένα ανάλαφρο γαμωσταυρίδι προς τον ουρανό που με τάϊζε χιόνι, καθώς η μαθηματική πράξη μετατροπής του νομίσματος μόλις ολοκληρώθηκε στο κεφάλι μου. Γαλαντόμος όμως καθώς ήμουν, χάρισα την ζωή σε αυτόν τον άνθρωπο που δεν ήξερε ποιόν έκλεψε. Καμιά φορά στον ύπνο μου βλέπω να καταπίνω ταξιά με τσέχικες πινακίδες, μαζί με τους οδηγούς τους, και αυτό με ανησυχεί κάπως αλλά ας μην ξεφεύγουμε από το θέμα.
Η πόρτα έκλεισε και το ταξί χάθηκε μέσα στο κρύο. Η ομίχλη τρυπούσε το λεπτό παλτό μου. Η κιθάρα τσίτωσε τις χορδές της. Κουρδίστηκε. Το γήπεδο μπροστά μου ήταν φωτισμένο -μέσα. Έξω ερημιά. Αυτό ακόμα καμιά φορά που το θυμάμαι δεν το καταλαβαίνω αλλά ήταν σαν να είχαν παρατήσει όλοι το πόστο τους και πήγαν να δουν το τέλος του αγώνα. Και είχε γενικά ησυχία. Σε κάτι φάσεις βέβαια εσείετο το σύμπαν- κάτι σαν οφσάιντ που δεν δόθηκε ποτέ ή που δεν υπήρξε ποτέ, αλλά γενικά ησυχία. Πίσω μου, χα! Πίσω μου ήταν το ζουμί. Διαπίστωσα πως το ποταπό και ανούσιο γηπεδάκι ήταν απλώς ένα από τα κομφόρ του πραγματικού έργου. 12 διατεταγμένα πανομοιότυπα πενταόροφα κτίρια, 6 αριστερά και 6 δεξιά σε δύο στήλες απλώνονταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Αριστερά ήταν το 2 και πίσω του το 4, δεξιά ήταν το 1 και πίσω του το 3. Βγάζω το γνωστό πολύτιμο χαρτί με τις διαγώνιες πληροφορίες και διαβάζω σχεδόν φωναχτά: ''Block 8''.
Εύκολο σκέφτηκα. 2-4-6-8. Αριστερά. Ήταν δεξιά, μην ρωτάτε γιατί. Μετά από 5 λεπτά διαδρομή στις λάσπες του αριστερού μονοπατιού -το δεξιά ήταν πλακόστρωτο- έφτασα στο Κτίριο 8. Ανέβηκα τα 5 σκαλάκια της εισόδου. Φώτα φθορίου. Τσέχα σε γκισέ, χοντρή με κόκκινα μάγουλα, μαύρα μαλλιά και μπλε μάτια.
-Hallo. Εγώ
-Ahoj! (Αχόϊ) Αυτή
-I just arrived, Block 8 they told me...
-Name?
Μετά από δέκα υπογραφές (χίαρ αντ χίαρ... αντ χίαρ...) σε τσέχικα αρχαία κακώς φωτοτυπημένα, κάτι έλαμψε μπροστά μου. Ήταν που η νεαρή τσέχα είχε ανοίξει το ντουλάπι με τα κλειδιά. Ήμουν σε φοιτητική εστία.
-Any preference? ρώτησε.
Της έδειξα το κλειδί πάνω αριστερά με το νούμερο 303Α.
Μου έδωσε το 103Β.
Μετά από επιθεώρηση χώρου και ανέσεων άφησα πράγματα και βγήκα. Περπάτησα σε απάτητο χιόνι προς το πάρκο δίπλα. Ήμουν σε λόφο. Ανάμεσα στα υγρά παγωμένα δέντρα έβλεπα μακριά φώτα. Το πάρκο τελείωνε σε ένα ξέφωτο, και συνέχιζε πιο απότομα η πλαγιά. Έκατσα σε παγωμένη πέτρα. Η Πράγα.
Απλωμένη φωτισμένη από κάτω μου και εγώ στον Λυκαβηττό της, να ξέρω μόνο το όνομά της και να μυρίζω τον αέρα της. Συνηθισμένα πράγματα δηλαδή.
Όταν γύρισα, το 103 (Α+Β) έκρυβε δύο Πορτογάλους και έναν Σκωτσέζο. Οι συγκάτοικοι. Επέστρεψαν από το ματς.
Μετά ήρθαν και έφυγαν 5 μήνες. Με τον τελευταίο έφυγα και εγώ, για χώρες πιο ζεστές, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που ίσως την πούμε άλλη φορά.
No comments:
Post a Comment