πλάνης [plánis] Ε γεν. πλάνητος, αιτ. πλάνητα, πληθ. πλάνητες, γεν. πλανήτων : (λόγ.) που περιπλανιέται, περιφέρεται, μετακινείται χωρίς να έχει μόνιμο τόπο διαμονής: Zει / διάγει πλάνητα βίον. Πλάνητες αστέρες, οι πλανήτες. Πλάνητες πυρετοί, άτακτοι, ακανόνιστοι. || (ως ουσ.) ο πλάνης.[λόγ. < αρχ. πλάνης]
Μέσα μου ο αέρας που φυσά
Γιάννης Αγγελάκας & Γιώργος Ξυλούρης
Sunday, March 27, 2011
Πλάνητες Αστέρες
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment